Ανακαλύφθηκε οστό από είδος εξαφανισμένου ρινόκερου στις Μυκήνες
Τελευταία ενημέρωση:
22/08/2024
Τελευταία ενημέρωση:
22/08/2024
Χρονολογείται πριν 3.200 χρόνια
Μία ομάδα ερευνητών, αποκάλυψε την ύπαρξη του πρώτου απολιθώματος ενός μεγαλόσωμου ζώου, το οποίο φυλάσσεται σε ασφαλή αρχαιολογικό χώρο της ελληνικής επικράτειας.
Η έρευνα των επιστημόνων που ανακάλυψαν το οστό δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Scientific Reports. Δεν επαληθεύει μόνον ότι οι άνθρωποι σαγηνεύονται εδώ και αιώνες από από τα απολιθώματα, προσφέρει κυρίως απτές αποδείξεις για την συλλογή απολιθωμάτων στην περιοχή κατά την ύστερη Μυκηναϊκή περιόδο, περίπου 3.200 χρόνια πριν.
Το απολίθωμα έχει ταυτοποιηθεί ως αστράγαλος εξαφανισμένου ρινόκερου που ανήκει στο είδος του Στεφανορινόκερου (Stephanorhinus), (είδος δίκερου ρινόκερου της Ευρασίας και της Βόρειας Αφρικής), το οποίο είχε ανακαλυφθεί κατά τις ανασκαφές του 1970 στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών. Ωστόσο η πραγματική του προέλευση και σημασία, δεν είχαν αναγνωριστεί μέχρι σήμερα.
Η εκ νέου ανακάλυψη ανάμεσα στις συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείο Μυκηνών, έδωσε στους μελετητές, με επικεφαλής τη Jacqueline S. Meier του Πανεπιστημίου South Florida, την Βασιλική Πλιάτσικα, από το Υπουργείο Πολιτισμού και την Kim Shelton, από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Berkeley, τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν ενδελεχή ανάλυση, η οποία έφερε στο φως, εκτός από την ταυτότητα του απολιθωμένου ζώου, και το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε το απολίθωμα.
Η ανακάλυψη του απολιθώματος και η χρήση του από τον Μυκηναϊκό πολιτισμό
To απολίθωμα, ανακαλύφθηκε σε κτίριο στο νοτιοδυτικό τέταρτο της ακρόπολης των Μυκηνών, σε ένα δωμάτιο το οποίο, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους ήταν αποθηκευτικός χώρος. Το στοιχείο που κάνει το συγκεκριμένο εύρημα εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι η σύνδεσή του με ένα πλήθος τεχνουργημάτων, ανάμεσα τους την μεγαλύτερη συλλογή μεσογειακών κώνων (Conus ventricosus) που έχουν ανακαλυφθεί ποτέ σε τοποθεσίες της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο. Πολλοί από τους κώνους έχουν υποστεί επεξεργασία και είναι γεμισμένοι με μολύβι. Η αντιπαραβολή των αντικειμένων, υποδηλώνει ότι οι Μυκηναίοι όχι μόνο δεν πέταξαν το οστό αλλά το θεώρησαν ως αντικείμενο ξεχωριστής σημασίας και του αποδόθηκε τελετουργική ή συμβολική αξία.
Μορφολογικές και μετρικές αναλύσεις που πραγματοποίησε η ερευνητική ομάδα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αστράγαλος ανήκει στο είδος Stephanorhinus hundsheimensis, ή ένα είδος του S. etruscus. Αυτά τα δύο είδη έζησαν στην Ευρώπη κατά την περίοδο από τον Πρώιμο έως τον Μέσο Πλειστόκαινο.
Το εύρημα αυτό εγείρει συναρπαστικά ερωτήματα σχετικά με την προέλευση του απολιθώματος, καθώς ευρήματα του S. hundsheimensis έχουν αναγνωριστεί με ακρίβεια στη βόρεια Ελλάδα. Αυτό υποδηλώνει ότι, το οστό μπορεί να έφτασε στις Μυκήνες διανύοντας μεγάλες αποστάσεις του εμπορικού δικτύου ή το είδος του ρινόκερου αυτού να έζησε, κατά την προϊστορική εποχή, και στην Πελοπόννησο.
Οι ερευνητές εικάζουν ότι το απολίθωμα θα μπορούσε να έχει διαδραματίσει διάφορους ρόλους στη μυκηναϊκή κοινωνία Δηλαδή να χρησίμευε ως αντικείμενο σε παίγνια ή να λειτουργούσε ως γενικά αποδεκτή μονάδα μέτρησης βάρους. Επίσης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διάδοση της μαγείας αφού μπορεί να θεωρήθηκε ότι φέρνει τύχη στον κάτοχό του.
Σύμφωνα με τη Δρ. Meier και τους συνεργάτες της, η παρουσία του απολιθώματος αυτού στις Μυκήνες, μπορεί να αποτέλεσε έμπνευση για τη δημιουργία των τοπικών μύθων με γίγαντες, ήρωες και τέρατα της μεταγενέστερης εποχής. Οι άνθρωποι σαφώς και αντιλήφθηκαν το μεγάλο μέγεθος του απολιθωμένου αστραγάλου σε σχέση με τα οστά των τοπικών ζώων, καθώς ήταν εξοικειωμένοι με τα οστά ζώων μέσω της κτηνοτροφίας. Η διαφορά που παρατήρησαν, πυροδότησε συσχετισμούς με μυθικά όντα τεράστιου μεγέθους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μυθικών πλασμάτων, όπως οι Κύκλωπες, ένας λαός γιγάντιων ανθρώπων στους οποίους οι Έλληνες της κλασικής εποχής απέδιδαν την δημιουργία των γιγάντιων τειχών των Μυκηνών.
Επιπλέον, η μελέτη τονίζει τη σημασία άγνωστων αντικειμένων και ευρημάτων από τις τελετουργικές πρακτικές της Μυκηναϊκής εποχής, ειδικά προς τα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Το οστό θεωρήθηκε κειμήλιο από τους επιστήμονες καθώς χρονολογείται πριν από περίπου 3.200 χρόνια.
Η ανακάλυψη στις Μυκήνες δεν είναι μοναδική περίπτωση αλλά έρχεται να συμπληρώσει έναν ολοένα αυξανόμενο όγκο στοιχείων που υποδηλώνουν μία κοινή πρακτική συμβολικής χρήσης των τμημάτων των σωμάτων ζώων ως τρόπο επικοινωνίας σε ολόκληρη την Μεσόγειο κατά την Εποχή του Χαλκού. Παρόμοια παραδείγματα βρίσκονται και σε αρχαιολογικές τοποθεσίες στην Αίγυπτο, την Κύπρο και την Τουρκία, και μαρτυρούν τη διαδεδομένη φαντασία στην αξιοποίηση των απολιθωμάτων με τρόπο που υπερέβαινε τα σύνορα των πολιτισμών.
Το απολίθωμα των Μυκηνών παρέμενε στην αφάνεια για δεκαετίες, αφού είχε χαρακτηριστεί απλώς ως κάποιο «μεγάλο, ακανόνιστου σχήματος λίθινο αντικείμενο». Η ταυτοποίησή του, αναδεικνύει τη σημασία της διατμηματικής συνεργασίας ανάμεσα στους αρχαιολόγους, τους παλαιοντολόγους και τους ειδικούς συντήρησης για να επιλυθούν τα μυστήρια του αρχαίου κόσμου.