Εκείνη τη μέρα ήταν από τις καλές για την ψαρόβαρκα του Ιορδάνη, στη Νέα Κίο, καθώς γύρισε φορτωμένη με ψάρια στο λιμάνι.
Ανάμεσά τους ξεχώριζε και μια ψαρούκλα, μια σφυρίδα κάπου πέντε κιλά. Το νέο κυκλοφόρησε και ο κόσμος έσπευσε να αγοράσει για το μαγαζί ή για το σπίτι του.
Ανάμεσα στους σπεύσαντες και ένας συγχωριανός και φίλος του Ιορδάνη, που, έχοντας το θάρρος, του είπε:
«Θέλω μια μεγάλη χάρη».
«Πέσ’ την».
«Να μου δάνειζες τη σφυρίδα, που θα μου χρειαστεί για μια δουλειά».
Ξαφνιασμένος, όσο και απορημένος, ο Ιορδάνης δυσφόρησε, ελαφρά:
«Μα, την έχω κλεισμένη για πούλημα και την περιμένει ο πελάτης…»
«Τη θέλω για μια ώρα μόνο. Θα την επιστρέψω πριν προλάβει να στεγνώσει».
Ο κόσμος είχε πλακώσει να ψωνίσει, έτσι χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις – θα τις έπαιρνε μετά – ενέδωσε:
«Πάρ’ την και άιντε στην ευχή της Παναγιάς».
Την πήρε ο καλός σου, κρεμασμένη από ένα βούρλο, μπήκε σ’ ένα αμάξι που τον περίμενε και κίνησε για το Ναύπλιο.
Έφτασε στο μέγαρο του Δεσπότη και κτύπησε την πόρτα.
«Είναι μέσα ο Σεβασμιώτατος;»
«Ναι. Ποιος τον ζητά;»
Απάντησε, έγινε μέσα η συνεννόηση και η πόρτα άνοιξε διάπλατα, να περάσει ο επισκέπτης με την σφυρίδα στο γραφείο.
Μπήκε μέσα, κοίταξε αριστερά – δεξιά, είδε τον «καλόγερο», που κρεμούσαν τα παλτά των επισκεπτών, κρέμασε την σφυρίδα και προχώρησε προς το γραφείο, όπου τον περίμενε καθισμένος ο Δεσπότης.
Έσκυψε, ασπάσθηκε με ευλάβεια την δεξιά του, πήρε και την σχετική ευλογία.
«Πώς μπορώ να σε εξυπηρετήσω τέκνον μου;»
«Έχω εδώ τα χαρτιά, να μου υπογράφατε το διαζευκτήριο…»