Είναι κάποιες ιστορίες, που τις κρατάμε μέσα μας χρόνια και τις δουλεύουμε στο μυαλό μας άλλα τόσα και που όλο αναβάλουμε την καταγραφή τους, γιατί ίσως δεν νοιώθουμε ώριμο τον καιρό ίσως και τις περιστάσεις…
Δεν είναι ιστορίες που θα συγκλονίσουνε με την ανάγνωσή τους ούτε οι ήρωές τους, ζώντες τε και τεθνεώτες, είναι τίποτα διασημότητες. Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι είναι, που έγραψαν και αυτοί την δική τους ιστορία, για άλλους ίσως αδιάφορη, γι’ αυτούς, όμως, ιδιαίτερα σημαντική, καθότι κομμάτι της ζωής τους.
Ο αείμνηστος φίλος μου Σπύρος Μήλιας, κληρονόμος παλιού ιστορικού καφενείου στο Άργος και δημιουργός της πρώτης μοντέρνας καφετέριας στην πόλη, είχε ως καταφυγή και ησυχαστήριό του ένα όμορφο εξοχικό στον παλιό – πρώτο οικισμό του Τημενίου, ανάμεσα στο καφενείο του Τσιμπούρη (νυν ταβέρνα Τσακίρη) και στην «Ρέμβη» (νυν ταβέρνα Τσάκωνα).
Πίσω από το εξοχικό του, προς την μεριά του δρόμου Νέας Κίου – Μύλων, είχε περιφραγμένο ένα μικρό κομμάτι, όπου είχε φυτεμένες λεμονιές και αμολητές κάμποσες κότες. (φωτο)
Στο στενό ανάμεσα στο σπίτι του και τον περιφραγμένο χώρο με τις λεμονιές και τις κότες, ο άλλος καλός φίλος, ο Βασίλης Σμυρνιώτης, χρόνια μετανάστης στην Αμερική, έχει φτιάξει τη δική του όμορφη φωλιά.
Για λόγους αγνώστους και αδιάφορους για τους τρίτους, κάποια στιγμή ο Σπύρος παρεξηγήθηκε με τον Βασίλη. Μιλάμε, τώρα, για μια ιστορία που ανάγεται κάπου στις αρχές του ’90… Και από ‘κει αρχίζουν τα ευτράπελα.
Μια μέρα, που πήγε ο Σπύρος να ταΐσει τις κότες του, διαπίστωσε πως του έλειπε μία. Αυτό ήταν! Φούντωσε και κόρωσε, τον ένοχο, με την λογική του, τον είχε… δεδομένο (!), οπότε χωρίς δεύτερη σκέψη έπιασε ένα κομμάτι χαρτόνι και έγραψε:
Όποιος την κότα έκλεψε
κι απόλαυσε την γεύση,
να του βουλώσει ο κώλος του,
να μη μπορεί να χέσει.
Το πήρε και το κόλλησε στον τοίχο του σπιτιού του, φάτσα με την είσοδο του «Αμερικάνου»! Λες και άλλη δουλειά δεν είχε ο Σμυρνιώτης να κυνηγά μέσ’ στις λεμονιές ν’ αρπάξει την κότα του Μήλια, μεσήλικας άνθρωπος και σε δημόσια θέα….

Ο Σπύρος Μήλιας στο βιβλιοπωλείο “Αναγέννηση” του Γιάννη Ρηγόπουλου, το 2.000**