Για κάποιους ο Μανώλης Δουρής παραμένει έως και σήμερα ο «τέλειος» ένοχος…
Θεωρείται έως και σήμερα ο δράστης ενός από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που έγιναν στην Ελλάδα, λαμβάνοντας στη συλλογική συνείδηση τη διάσταση του «ανθρωπόμορφου τέρατος».
Αν υπήρχε μία κλίμακα για τα εγκλήματα που συγκλόνισαν περισσότερο την κοινή γνώμη, αυτό που συνέβη την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1993 στην Ερμιόνη, θα είχε… σπάσει το μετρητή. Ο βιασμός και η δολοφονία ενός 6χρονου παιδιού αρκούν έτσι κι αλλιώς για να αναδείξουν το δράστη σε «κτήνος» στα μάτια της κοινωνίας.
Το ότι για αυτή τη φρικαλεότητα καταδικάστηκε ο ίδιος ο πατέρας του, ο οποίος αρχικά ορκιζόταν με δάκρυα στα μάτια «εκδίκηση» για τον φονιά, ήταν κάτι ασυγχώρητο ακόμα και για τον άγραφο νόμο της φυλακής.
Όσοι είχαν παρακολουθήσει στενά τότε τα γεγονότα θα θυμούνται ότι όταν ο Μανώλης Δουρής ανέβηκε στην κλούβα της αστυνομίας, που θα τον μετέφερε στη φυλακή, οι κάμερες κατέγραψαν το αυτοκίνητο να συνταράσσεται, καθώς δεχόταν την επίθεση των συγκρατουμένων του. Και ακόμα πιο έντονα ότι όταν βγήκε από την κλούβα ήταν αγνώριστος από τα χτυπήματα. Φημολογήθηκε ότι κατά τη διαδρομή κακοποιήθηκε, βιάστηκε και ξυλοκοπήθηκε από τους βαρυποινίτες, που μπορούν να δεχτούν δίπλα τους κάθε καρυδιάς καρύδι, όχι όμως και ένα βιαστή ανήλικου και παιδοκτόνο.
Τότε, μάλιστα, οι κρατούμενοι στις φυλακές της Τρίπολης δήλωσαν πως θα κάνουν εξέγερση στην περίπτωση που μεταφερόταν εκεί ο Μανώλης Δουρής. Τα επόμενα δυο χρόνια ο καταδικασθείς για το έγκλημα άλλαξε τέσσερις διαφορετικές φυλακές. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1996 έβαλε τέλος στο προσωπικό μαρτύριο του, χρησιμοποιώντας ως αγχόνη το καλώδιο της τηλεόρασης.
Στις 31 Δεκεμβρίου του ’93 η αστυνομία ειδοποιήθηκε για την εξαφάνιση του μικρού Νίκου, ένα από τα εφτά παιδιά της οικογένειας Δουρή, στην κωμόπολη της Αργολίδας. Οι αστυνομικοί και οι κάτοικοι της περιοχής άρχισαν να ψάχνουν σε όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία του χωριού. Αυτός που βρήκε το άψυχο και κακοποιημένο κορμάκι του παιδιού ήταν ο πατέρας του, συνοδευόμενος από έναν από τους μεγαλύτερους γιους του. Το πτώμα του αγοριού ήταν κρυμμένο στο μαντρότοιχο μιας αλάνας, κοντά στο σπίτι της οικογένειας.
Ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης ανέφερε στο πόρισμά του ότι το παιδί πέθανε από ασφυξία, καθώς ο δράστης του είχε κλείσει τη μύτη και το στόμα, αφού πρώτα το είχε βιάσει. Ο σπαρακτικός θρήνος του χαροκαμένου πατέρα μπροστά στα μικρόφωνα των δημοσιογράφων προκάλεσε ανατριχίλα στην κοινή γνώμη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί βέβαια τότε ότι λίγες ημέρες αργότερα θα ήταν ο βασικός ύποπτος για το έγκλημα. Οι αντιφάσεις στην κατάθεση του και το γεγονός ότι βρήκε ο ίδιος το πτώμα σε ένα μέρος που μόνο κάποιος που ήξερε, θα έψαχνε, οδήγησαν τους αστυνομικούς να τον στοχοποιήσουν.
Κατά την ανάκριση, ο Μάνωλης Δουρής έσπασε γρήγορα, καταφεύγοντας σε μια σοκαριστική ομολογία. «Με κυριεύει μια σπάνια ασθένεια, με μεταμορφώνει. Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο μπορεί να έκανε. Είμαι μεγάλο κτήνος, αφού κατάφεραν τα χέρια μου, με απάνθρωπο τρόπο, να κάνουν αυτό που έκαναν. Για μένα δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε σωτηρία ούτε λύπηση, μόνο βασανισμός μέχρι να πεθάνω», είπε ενώπιον των αρμόδιων αρχών.
Από τραγικός πατέρας ο Δουρής έγινε εν μια νυκτί συνώνυμο της βδελυγμίας, ως θύτης ενός ασύλληπτου για τον ανθρώπινο νου εγκλήματος. Κάποιοι που τον γνώριζαν προσωπικά είπαν τότε ότι έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα, λόγω των όσων έζησε στην Κύπρο το 1974.