Το βιβλίο της συγγραφέως Μαίρης Παναγιώτου “10 χρόνια και μια μέρα” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Υδροπλάνο” και η ιστορία του εκτυλίσσεται στο Ναύπλιο.
Πρόκειται για ένα έργο που έχει αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές και αναφέρεται στη νεότερη ιστορία της πόλης του Ναυπλίου και όχι μόνο.
Η Μαίρη Παναγιώτου έχει επιλέξει να ζει στο Ναύπλιο το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, όπου εμπνέεται και γράφει τα βιβλία της και θέλησε να αφιερώσει στην αγαπημένη της πόλη το νέο δημιούργημα.
Ακολουθεί η περίληψη του βιβλίου και οι τελευταίες κριτικές:
Περίληψη
Ναύπλιο, το αγαπημένο Ανάπλι του 1940, τότε που ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος κατακρεουργούσαν ανθρώπους και συναισθήματα. Δυο νέοι, η Μαρία και ο Κωστής, ωριμάζουν αιφνίδια και εκβιαστικά. Ο έρωτας τους όμως ξεφυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνεις και διεκδικεί τον χρόνο του, για να ζυμωθεί και να φωλιάσει στις καρδιές. Εκεί, στις δρομόσκαλες, τις στολισμένες με βουκαμβίλιες, μεταξύ των σκοτωμών και των διχασμών, το πείσμα και η θέληση κυριαρχούν και συγκλονίζουν. Στην Ελλάδα, μεταξύ 1940-1953, τότε που οι αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της χώρας είναι ραγδαίες και ο ρόλος της γυναίκας αποκτά άλλη διάσταση, αφού διεκδικείται πλέον το δικαίωμα ψήφου και το διαφορετικό ύφος στο ντύσιμό της, η σύγκρουση του συντηρητισμού και του φιλελευθερισμού αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής. Μια ιστορία, βασισμένη σε ιστορικά γεγονότα, λαμβάνει χώρα στο γραφικό Ναύπλιο, αποτυπώνοντας στον καμβά της το Παλαμήδι, τον Άγιο Σπυρίδωνα, που φέρει τη σφραγίδα της δολοφονίας του κυβερνήτη Καποδίστρια και των ονειρικών ψαροχωριών. Ένα ιστορικό ανάγνωσμα που συνεπαίρνει, καθηλώνει και τροφοδοτεί με σκέψεις τον αναγνώστη για την εξέλιξη και αποτύπωση της ελληνικής Ιστορίας.
Τελευταίες κριτικές του έργου
‘’Κάθε άνθρωπος είναι ένας ήρωας’’. Αυτή η φράση μου ήρθε στο μυαλό, μόλις τελείωσα το άρτι εκδοθέν βιβλίο της Μαίρης Παναγιώτου. Η εκλεκτή συγγραφέας επιστρέφει με ένα νέο έργο, αποτίνοντας σεβασμό στην πόλη που την υιοθέτησε, το Ναύπλιο, με τον φακό της να στρέφεται στα ταραγμένα χρόνια 1940 – 1953.
Θα προσεγγίσω το μυθιστόρημα της Μαίρης Παναγιώτου μέσα από τη γυναικεία οπτική. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει πως και στο νέο της έργο, η συγγραφέας προβάλλει με ευαισθησία την ψυχική αντοχή της γυναίκας, που μέσα στο μικρό -συνήθως- σώμα της κρύβει τη μεγαλοσύνη της καρδιάς της.
Η Μαίρη Παναγιώτου μας μιλάει για τη γυναίκα που δίνεται με πάθος σε ό, τι κάνει, που είναι πάντοτε η φωνή της προσφορά και της υπομονής, αφού συχνά έχει να διαχειριστεί άντρες που δεν ξεπερνούν ουσιαστικά το στάδιο του εφήβου -μόνο βιολογικά το υπερβαίνουν. Για τη γυναίκα των ταραγμένων εκείνων χρόνων –ποια άραγε υπήρξαν τα χρόνια που δεν ήταν ταραγμένα – που συνειδητοποιεί την αξίας της, διεκδικεί την ανεξαρτησία της, το δικαίωμα της να αποφασίζει και αυτή για τις τύχες του τόπου, που αντιστέκεται στην υποβάθμισή της, που δίνει τα πάντα για την πατρίδα, η Μαίρη Παναγιώτου στέκεται αρωγός και μας χαρίζει με τον ρέοντα λόγο της όλη την πορεία προς την χειραφέτηση και την καταξίωση.
Ας σταθούμε στο βιβλίο αυτό. Γιατί διαρκώς η συγγραφική οντότητα που λέγεται Μαίρη Παναγιώτου αξίζει όχι μόνο τον έπαινό μας αλλά και την έμπρακτη στήριξή μας. Γιατί μας εκφράζει.
Αγγελική Ντεβέ (Φιλόλογος – Ιστορικός)
Η συγγραφέας Μαίρη Παναγιώτου με το νέο έργο της «10 χρόνια και μία μέρα», εκδόσεις Υδροπλάνο, κατορθώνει με αμεσότητα στη λογοτεχνική της έκφραση, να δημιουργήσει ένα καλοφτιαγμένο ιστορικό-κοινωνικό μυθιστόρημα. Σφιχτοδεμένη η αφηγηματική της διάθεση, με ολοζώντανους χαρακτήρες των ηρώων, σφοδρά πάθη, και εναλλαγές παραστάσεων. Η εξιστόρηση αρχίζει το 1940 κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, με την ξαφνική εισβολή των Γερμανών κατακτητών στο ιστορικό Ναύπλιο, και ολοκληρώνεται το 1953. Η συγγραφέας με παραστατικότητα περιγράφει την αθλιότητα που βιώνουν οι κάτοικοι κατά τη διάρκεια της κατοχής, του ανταρτοπόλεμου και τα γεγονότα του εμφύλιου πολέμου. Με γλαφυρότητα και διακυμάνσεις στον ρυθμό της γραφής της κατακτά τον αναγνώστη, ο οποίος συμμετέχει στις αγωνίες και τα πάθη των πρωταγωνιστών. Ο αναγνώστης μοναχικός περιπατητής έχοντας στο διάβα του ολοζώντανες εικόνες από το Μπούρτζι, το εμβληματικό Παλαμήδι, και εν γένει την Ακροναυπλία, αδημονεί για την έκβαση της ιστορίας. Η καθαρότητα και ο ελεγχόμενος ρομαντισμός πείθουν για τη γνησιότητα των δραματικών εντάσεων και εξελίξεων της ιστορίας. Οι διάλογοι απλοί κατανοητοί διαθέτουν θεατρικότητα χωρίς να λαϊκίζουν και συνδέονται αρμονικά με τα αφηγηματικά μέρη που παρεμβάλλονται. Η συγγραφέας διαθέτει ψυχογραφική ικανότητα, σκιαγραφεί την προσωπικότητα των ηρώων της παραστατικά με σύντομες αλλά καίριες περιεκτικές περιγραφές. Χωρίς να πλατειάζει, αναπλάθει με ενάργεια το κλίμα των εποχών στις οποίες αναφέρεται. Ο λόγος της ευθύς, πάντα στέρεος και πλήρως κατανοητός, καταγράφει έντονα τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Αποτυπώνει τραγικές κορυφώσεις, συγκλονιστικά βιώματά τους σε καιρό πολέμου, αλλά και στιγμές αισιοδοξίας σε καιρό ειρήνης. Πετυχαίνει, δηλαδή, μέσα από ένα θελκτικό κείμενο, να μιλήσει με πληρότητα για την ίδια τη ζωή, τονίζοντας ιδιαίτερα τον άγουρο έρωτα της Μαρίας και του Κωστή, που αργεί πολύ να ωριμάσει μέσα από αντιθέσεις και αντιφάσεις. Η συγγραφέας συνεχίζει την αφήγηση με απέριττο ύφος, βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας, ενώ με αβίαστη μαεστρία και φυσικότητα συνθέτει μια πινακοθήκη οικείων, γοητευτικών προσώπων. Διατρέχει «10 χρόνια και μίας μέρας», ιστορία και με τον ξεχωριστό της τρόπο καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Το γεγονός ότι το μυθιστόρημα είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, δίνει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα στο βιβλίο. Κλείνοντας την άποψή μου, καταθέτω ένα μικρό απόσπασμα ώστε να πάρετε μία γεύση από τη λυρική γραφή της συγγραφέως: «Κατάλαβα πως η αντρειοσύνη είναι κολλητική αρρώστια, άμα βρεθείς κοντά σε αντάρτη, κολλάς πατριωτισμό, ή έτσι το αισθάνθηκα. Σα να πέρασε η παλληκαριά του με μια χοντρή βελόνα σύριγγας μέσα στο αίμα κι έφθασε στην καρδιά και το μυαλό, Μυρμήγκιασε το κορμί, φουρφούριζε το αίμα και ένιωθα τα μάτια να βγαίνουν από τις κόγχες και να σκοτώνουν με το βλέμμα».
Ένα συγκλονιστικό βιβλίο που με κατέκτησε, και το συστήνω ανεπιφύλαχτα σε όλους τους αναγνώστες, κάθε ηλικίας! Εύχομαι στη λογοτέχνιδα Μαίρη Παναγιώτου να συνεχίσει τη συγγραφική της δραστηριότητα και πάντα με υγεία να χαρίζει ξεχωριστές στιγμές στο αναγνωστικό κοινό!!
Έλενα Τζαβάρα (Συγγραφέας)
Σε ποιο βαθμό είμαστε δημιουργοί της ιστορίας; Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να δώσει απάντηση – μέσα από τον δίαυλο της λογοτεχνίας – η Μαίρη Παναγιώτου με το τελευταίο της βιβλίο.
Η Μαίρη Παναγιώτου έχει καταφέρει στη μέχρι τώρα πορεία της να μας κερδίζει με τη γλυκύτητα του λόγου της, με την ικανότητά της να εκφράζεται για τα μεγάλα και σπουδαία με τρόπο απλό, ασκώντας ακόμη τον ρόλο της δασκάλας, που αντιμετωπίζει με αγάπη τους μαθητές-αναγνώστες και επιχειρεί να τους βοηθήσει να ανακαλύψουν μόνοι τους τις απαντήσεις.
Στο περί ου ο λόγος βιβλίο της Μαίρης Παναγιώτου, οι αρετές της έχουν αναπτυχθεί περισσότερο. Οι ήρωες του βιβλίου ζουν στην ταραχώδη περίοδο του ’40 και ως το 1953 περίπου, εποχή κατά την οποία τα πάντα ανατρέπονται στη στιγμή, όπου ζωή και θάνατος συνυπάρχουν, φως και σκοτάδι εναλλάσσονται, ήρωες και δωσίλογοι μοιράζονται τον ίδιο ουρανό. Η συγγραφέας έχει καταφέρει να τους καταστήσει όλους αυτούς ανθρώπινους, κανείς δεν είναι ιδανικός. Με τον τρόπο αυτό, οι αναγνώστες βιώνουν οι ίδιοι τις συγκρούσεις, τις ανατροπές, ‘’τον καημό του εν γένει πάσχοντος ανθρώπου’’ για να θυμηθούμε και τον Αναγνωστάκη.
Ο στρόβιλος της ιστορίας παρασύρει τη μικροϊστορία των ανθρώπων. Σε έναν κόσμο που τα πάντα αλλάζουν, σε μια Ελλάδα που βιώνει με τον πλέον επώδυνο τρόπο τις αλλαγές αυτές, οι ήρωες της Παναγιώτου αναζητούν στην αξιοπρέπειά τους το εφαλτήριο για ένα φωτεινότερο μέλλον.
Και μόνο γι’ αυτό –αλλά στην πραγματικότητα για πολλούς άλλους λόγους- αξίζει να στρέψουμε τη ματιά μας στο βιβλίο της Μαίρης Παναγιώτου.
Νίκος Μπουμπάρης (Φιλόλογος – Iστορικός)